επανειλημμένος

επανειλημμένος
-η, -ο
επίρρ. -ως (μτχ. παθ. πρκ. του επαναλαμβάνω), που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, συχνός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επαναλαμβάνομαι — επαναλαμβάνομαι, επαναλήφθηκα, επανειλημμένος βλ. πίν. 166 Σημειώσεις: επαναλαμβάνομαι : η μτχ. επανειλημμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο → συνεχής, αλλεπάλληλος (επανειλημμένες διακοπές ρεύματος) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επαναλαμβάνω — επανέλαβα και επανάλαβα, επαναλήφτηκα, επανειλημμένος, μτβ. 1. αναλαμβάνω κάτι ξανά: Επανέλαβα τα καθήκοντά μου. 2. λέω ή πράττω ξανά, ξαναλέω, ξανακάνω: Επαναλαμβάνει τα ίδια. 3. λέω ή πράττω ό,τι κάποιος άλλος είπε ή έπραξε: Επανέλαβε όσα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”